Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
Δῖον γένος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Hesiod — Früher oft fälschlich als Seneca gedeutetes mögliches Abbild des Hesiod Hesiod (griech. Ἡσίοδος Hēsíodos; * vor 700 v. Chr. vermutlich in Askra in Böotien) war ein griechischer Dichter, der als Ackerbauer und Viehhalter lebte. Neben … Deutsch Wikipedia
θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό … Dictionary of Greek
APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… … Hofmann J. Lexicon universale
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
θεόβρωμα — (theοbrοma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών. Περιλαμβάνει δέντρα ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Από το είδος θ. το κακάο παράγεται το γνωστό ρόφημα κακάο. Το θ. έχει φύλλα απλά, παχιά και με ισχυρή νεύρωση και άνθη… … Dictionary of Greek
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μαλλωτός — ή, ό (AM μαλλωτός, ή, όν, Μ και μαλλουτός, ή, όν) [μαλλός] γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120… … Dictionary of Greek
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek